Άρθρα

  • Home
  • /
  • Αυγουστιάτικες τρεχάλες στο χωριό

Αυγουστιάτικες τρεχάλες στο χωριό

Της Κατερίνας Βελισσαράκου

Μικρές προπονησούλες από το σπίτι των παππούδων μου στα τριγύρω χωριά και εξωκλήσια χωμένα μέσα στη φύση που γιορτάζει καθημερινά, εδώ, τον μήνα Αύγουστο. Μπροστά μας απλώνεται το Αιγαίο και μέσα στην πρωινή θολούρα μπορώ να διακρίνω την Σκύρο και την Σκυροπούλα. Με συντροφεύει η Μάρτη –το ημίαιμο σέτερ που από μις αδέσποτο έγινε Μάρτη μήνα, η πριγκίπισσα της καρδιάς μου- και πίσω εγώ, ασθμαίνοντας – ναι, δεν το κρύβω- στις σχεδόν κάθετες ανηφόρες προς το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Φτάνοντας στην κορυφή του λόφου και αντικρίζοντας την μπλε απεραντοσύνη κλείνω τα μάτια, ανασαίνω βαθειά και αφουγκράζομαι τους ήχους από τα κουδούνια των ζώων που βόσκουν εκεί κοντά. Λίγα κλωναράκια έλατο κόβω να στολίσω τις ανθοστήλες κάποιων, που ζουν μόνο μέσα στην καρδιά μας τώρα πια και κατηφορίζω προς το χωριό. Η μυρωδιά ίδια παντού. Σύκα, αμέτρητα σύκα απλωμένα στον ήλιο να ξεραθούν. Είναι η επίσημη μυρωδιά του χωριού μας τον μήνα Αύγουστο. Στο δικό μας σπίτι μυρίζει και τραχανάς από σιτάρι και κατσικίσιο γάλα που έχουμε απλώσει να στεγνώσει. Η ώρα κοντεύει εννέα αλλά εμείς από τις έξι στο πόδι να αδράξουμε την ημέρα μην τυχόν και μας φύγει δίχως να την χορτάσουμε.
Οι νοικοκυρές έχουν ήδη ξυπνήσει και προσκαλούν η μια την άλλη για Κυριακάτικο καφεδάκι. Κάθε αυλή και μια καλημέρα, κάθε συνάντηση και μια καλημέρα, στην εκκλησία η λειτουργία τελείωσε και συναντώ τις γυναίκες με τον άρτο στα χέρια που η κάθε μια μου λέει την καλημέρα της. Στο καφενείο ακούγονται οι πρώτοι ήχοι από ζάρια και πούλια, κάποιοι φαίνεται έπιασαν νωρίς νωρίς δουλειά και οι παππούδες ρουφούν μερακλίδικα το πρωινό καφεδάκι τους και συζητούν τα καθημερινά, για την κυβέρνηση, την σύνταξη, την ακρίβεια , τον ενφια. Εδώ, οι καλημέρες πέφτουν βροχή!
Ο φούρνος άνοιξε και μοσχομύρισε χωριάτικο ψωμί. Κάποιος με το ζεστό καρβέλι στα χέρια μας κοιτά απορημένος και γνέφει «Καλημέρα κοπελιά, τίνος είσαι συ;» Καλημέρα, καλημέρα λέω και τρέχω, τι να λέω τώρα… Φτάνοντας στο σπίτι ο Γιώργης ο γείτονας, κρεοπώλης στο επάγγελμα, άνοιξε και ολόκληρα «φρεσκοσφαγμένα» ζωντανά κοσμούν την βιτρίνα του κρεοπωλείου του. Ο καθαρόαιμος σκληραγωγημένος βουνίσιος, με ένα κολημμένο άφιλτρο σαντέ στα χείλη, αριστερός κατά συνείδηση, μιλάει όπως τραγουδάει, βροντερά, και καμιά φορά μου λέει ιστορίες όπως αυτή, που όταν σφάζει και μετά πάει να αρμέξει τις γίδες, αυτές δεν τον πλησιάζουν όταν τα παπούτσια και τα ρούχα του είναι λερωμένα με αίμα. Φοβούνται (!) Και η άλλη, που το τσομπανοσκυλό τους σκότωσε δυο προβατίνες και αυτοί με τη σειρά τους το πυροβόλησαν, διότι, μόνο έτσι – πιστεύω- μπορούν να επιβληθούν στο ένστικτο του ζώου. Η παγιωμένη ελληνική πραγματικότητα θέλει στη συνείδηση του χωρικού τα ζώα να υπάρχουν μόνο για να δουλεύουν. Να ακολουθούν ζωώδη κυνηγούς, να φυλάνε κοπάδια, να κουβαλούν σοδειές, και περισσότερο απ’όλα να προσφέρουν το γάλα και το κρέας τους στην αδηφάγα-κρεατοφάγα κοινωνία μας. Όταν δε, σταματήσουν να προσφέρουν τα αυτονόητα για αυτούς, σφαγιάζονται, πυροβολούνται εν ψυχρώ η κρεμιούνται από κάποιο δένδρο.Ετσι απλά. Κανείς δεν θα διαμαρτυρηθεί, είναι μέσα στην καθημερινότητα τους.
«Θα τα βροντήξω όλα κάτω και θα φύγω…» ακούγεται το λαϊκό άσμα από το μεγάφωνο ενός πλανόδιου μικροπωλητή. Oυρά ο κόσμος στου Γιώργη, να αγοράσει κρέας για το Κυριακάτικο τραπέζι. Ας μην ξεχνάμε πως οι ώρες λειτουργίας καταστημάτων στα χωριά είναι κατά βούληση. «Καλημέρα» μου λέει ένας-ένας, «…που του τρέχεις αυτού του ζωντανού;» λέει ο άλλος, «Καλημέρα» φωνάζει και ο Γιώργης, «Καλημερούδια » φωνάζει και η μητέρα μου
«…ελάτε, σας έχω φτιάξει τηγανοψώματα! ». Στα τηγανοψώματα μετά την προπόνηση λέμε πάντα ναι!!!
Να, κάπως έτσι είναι οι προπονησούλες εδώ στο χωριό ,πιο πολλές είναι οι καλημέρες από τα χιλιόμετρα που κάνω!