Η ικανότητα του δρομέα να ζει και να αθλείται αντέχοντας σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας δείχνει ότι διαθέτει ένα ρωμαλέο μηχανισμό ομοιόστασης, που ανεξάρτητα του θερμικού στρες, το οποίο υφίσταται, διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία του. Η ανεκτικότητα-προσαρμογή του σώματος επιτυγχάνεται με την προοδευτικά αυξανόμενη άσκηση σε θερμό περιβάλλον και ολοκληρώνεται σε δέκα περίπου ημέρες. Η άσκηση, αρχικά, πρέπει να είναι ήπια, διάρκειας είκοσι λεπτών και στη συνέχεια μέτρια σε ένταση, μέχρι δύο ή και τέσσερις ώρες, ανάλογα με τον δρομέα.
Κατά τη διάρκεια του εγκλιματισμού μεγαλύτερες ποσότητες αίματος παροχετεύονται προς τα αγγεία του δέρματος, μεταφέροντας θερμότητα από τους ζεστούς μυς και τα βαθύτερα όργανα του σώματος προς την επιφάνεια. Ταυτόχρονα αυξάνεται ο βαθμός εφίδρωσης. Κατά την εξάτμιση του ιδρώτα το αίμα, το οποίο ρέει κάτω από το δέρμα, ψύχεται και μεταφερόμενο στα εσωτερικά όργανα τα ψύχει, με αποτέλεσμα να μειώνεται η θερμοκρασία τους.
Ύστερα από δέκα ημέρες άσκησης η ικανότητα εφίδρωσης, σχεδόν, διπλασιάζεται και ο ιδρώτας γίνεται πιο αραιός, δηλαδή περιέχει λιγότερο αλάτι. Αυτό σημαίνει οικονομία άλατος και ηλεκτρολυτών στο αίμα. Από την άλλη, η αυξημένη απώλεια ιδρώτα συνεπάγεται μεγαλύτερη πρόσληψη ύδατος κατά ή μετά την άσκηση.
Τα οφέλη του εγκλιματισμού σε θερμό περιβάλλον χάνονται ύστερα από δύο-τρεις εβδομάδες απομάκρυνσης από αυτό. Βεβαίως, αυτό δεν αφορά άτομα, τα οποία ζουν και αθλούνται σε θερμό περιβάλλον, επειδή διαθέτουν, εγγενώς, καλύτερους θερμορυθμιστικούς μηχανισμούς, έναντι των αθλητών, οι οποίοι ζουν σε κρύα κλίματα και μόνο περιοδικά συμμετέχουν σε αγώνες σε θερμά κλίματα.
Με την πάροδο της ηλικίας και την ελάττωση του σφρίγους και της ζωτικότητας των οργάνων η ικανότητα θερμορύθμισης μειώνεται. Ο μηχανισμός εφίδρωσης καθυστερεί, η ποσότητα του ιδρώτα μειώνεται. Σε αυτό συμβάλλει και η μειωμένη πρόσληψη υγρών. Τα αγγεία χάνουν τον μυϊκό τόνο τους σε κάποιον βαθμό και το αίμα λιμνάζει. Αποτέλεσμα η μείωση του κυκλοφορούντος αίματος, το οποίο φτάνει στην επιφάνεια του δέρματος για να αποβάλει τη θερμότητα.
Άλλοι παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τη θερμική επιβάρυνση του οργανισμού είναι το ποσοστό του λίπους του σώματος, το επίπεδο εγκλιματισμού και το προπονητικό επίπεδο, η επάρκεια της ενυδάτωσης, ο ρουχισμός και η ένταση της άσκησης.
Το σημαντικότερο όλων, όμως, είναι το επίπεδο της υγρασίας. Αρκετοί θάνατοι αθλητών σημειώθηκαν σε χαμηλές σχετικά θερμοκρασίες αλλά υψηλή υγρασία. Εξάλλου, η δυσανεξία στην υψηλή θερμοκρασία σχετίζεται απόλυτα με τη σχετική υγρασία. Ο κεκορεσμένος από υδρατμούς αέρας εμποδίζει τον μηχανισμό εξάτμισης του ιδρώτα, με αποτέλεσμα να μην αποβάλλεται η θερμότητα από το δέρμα. Αυτό μπορεί να επιδεινωθεί σε συνθήκες άπνοιας ή όταν ο αέρας είναι θερμός. Η απώλεια ύδατος και ηλεκτρολυτών μειώνει, επίσης την ανεκτικότητα στη θερμότητα και την απόδοση στην άσκηση, προκαλώντας, αρχικά, θερμικές κράμπες και, εν συνεχεία, θερμική εξάντληση και θερμοπληξία.
Στη διάρκεια ενός αγώνα ο αθλητής μπορεί να χάσει περισσότερα από πέντε κιλά νερού από τον ιδρώτα. Αυτό αντιστοιχεί σε, περίπου, οκτώ γραμμάρια άλατος, επειδή κάθε λίτρο ιδρώτα περιέχει 1,5 γραμμάτιο άλατος. Από αυτό το 40% αποτελεί το νάτριο. Επομένως, η αποκατάσταση με το νερό απαιτεί και συγχορήγηση άλατος, για να κρατηθεί το νερό εντός των αγγείων. Τα αθλητικά υγρά δεν είναι ικανά να αναπληρώσουν την απαραίτητη ποσότητα άλατος που χάνεται με τον ιδρώτα. Γι’ αυτό συνιστάται μισό ή ένα τρίτο από το κουταλάκι του γλυκού αλάτι για κάθε ένα λίτρο νερού. Πίνοντας, επίσης, μισό ποτήρι πορτοκαλάδα ή χυμό τομάτας αναπληρώνεται η ελάχιστη ποσότητα ασβεστίου, καλίου και μαγνησίου, που χάνονται σε κάθε τρία λίτρα ιδρώτα.
Δρόσος Βενετούλης
Πνευμονολόγος, Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου, Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά.